- αγριογίδι
- τοη αγριόγιδα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριόγιδα — Κατάγεται από την ήμερη κατσίκα, η οποία έφυγε στα βουνά και ξαναγύρισε στην άγρια κατάσταση. Ζει σε αγέλες και διακρίνεται για την ευκολία με την οποία ανεβαίνει ή πηδά σε απόκρημνα βράχια. Λέγεται και αγριόγιδο ή αγριογίδι. * * * η και… … Dictionary of Greek